- επιθηλιακός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιθήλιο («επιθηλιακός ιστός» — το επιθήλιο).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ιωάνν. Γ. Ιωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιθηλιακός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο επιθήλιο (βλ. λ.): Επιθηλιακός ιστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιθηλιακός ιστός — Μία από τις τέσσερις κατηγορίες ζωικών ιστών (οι άλλοι τρεις είναι ο συνδετικός, ο μυϊκός και ο νευρικός ιστός). Καλύπτει το σώμα και τα όργανα καθώς επίσης κοιλότητες και αγωγούς. Από τα επιθήλια προέρχονται επίσης και διάφοροι μαζικοί… … Dictionary of Greek
επιθήλιο — το (ιστολ.) ιστός που αποτελείται από κύτταρα, τα οποία σχηματίζουν μία ή περισσότερες στιβάδες, και επενδύει όλες τις εξωτερικές (επιδερμίδα) και τις εσωτερικές (βλεννογόνους) επιφάνειες τού σώματος, αλλιώς επιθηλιακός ιστός … Dictionary of Greek
ιδραδένωμα — ή ιδρωταδένωμα, το μικρός επιθηλιακός όγκος που αναπτύσσεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hidradenome < hidr (πρβλ. ιδρ(ο) < ιδρώς, ώτος) + adenome (πρβλ. αδένωμα)] … Dictionary of Greek
ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
κροσσωτός — ή, ό (AM κροσσωτός, όν, θηλ. και, ή) αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός νεοελλ. ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» επιθηλιακός ιστός τού οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων… … Dictionary of Greek
μυξαδένωμα — το επιθηλιακός όγκος που έχει τη δομή τών βλεννωδών αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυξαδένας + κατάλ. ωμα] … Dictionary of Greek
κροσσωτό επιθήλιο — (Ανατ.). Επιθηλιακός ιστός, του οποίου τα κύτταρα έχουν νηματοειδείς κυτταροπλασματικές προεκβολές, που κινούνται αυτόματα προς μία κατεύθυνση. Με αυτό τον τρόπο καθίσταται δυνατή η αποβολή ξένων σωμάτων ή αποκριμάτων από την κοιλότητα του… … Dictionary of Greek
επιθήλιο — το ιστός που αποτελείται από κύτταρα τα οποία σχηματίζουν μία ή περισσότερες στιβάδες και καλύπτει όλες τις εξωτερικές (επιδερμίδα) και εσωτερικές (βλεννογόνους) επιφάνειες του σώματος, ο επιθηλιακός ιστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)